- χονδρ(ο)-
- Νβλ. χοντρ(ο)-.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… … Dictionary of Greek
Chondrichthyes — Cartilaginous fishes Temporal range: 461–0 Ma[1] … Wikipedia
μάτρυλλα — μάτρυλλα, ἡ (Α) η μαστροπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάτρυλλα είναι υποκορ. με μειωτική σημ. < μήτηρ* + κατάλ. υλλα (πρβλ. δαπάν υλλα, χόνδρ υλλα)] … Dictionary of Greek
οστίτης — ο (Α ὀστίτης) ως επίθ. αυτός που ανήκει στα οστά ή αυτός που εμπεριέχεται σ αυτά («οστίτης μυελός» οργανική ουσία που βρίσκεται μέσα στην κοιλότητα τών οστών) νεοελλ. φρ. «οστίτης ιστός» (ιστολ.) διαφοροποιημένος συνδετικός ιστός που αποτελείται… … Dictionary of Greek
χονδρέμπορος — και χοντρέμπορος, ο, Ν έμπορος χονδρικής πώλησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) * / χοντρ(ο) + έμπορος] … Dictionary of Greek
χονδροειδής — ές, Ν 1. άκομψος, αδρομερής, χοντροκαμωμένος («χονδροειδής κατασκευή») 2. (για πρόσ.) άξεστος, τραχύς, ανάγωγος 3. πάρα πολύ απρεπής, ανάρμοστος (α. «χονδροειδής συμπεριφορά» β. «χονδροειδές αστείο»). επίρρ... χονδροειδώς Ν 1. με άκομψο τρόπο 2.… … Dictionary of Greek
χονδροκοπής — Ν επίρρ. άκομψα, άγαρμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) /χοντρ(ο) * + κόπος (< κόπτω) + επιρρμ. κατάλ. ής, η οποία προέρχεται από τη γεν. εν. θηλ. ουσ. (πρβλ. μισοτιμ ής)] … Dictionary of Greek
χονδρολόγημα — το, Ν απρεπής, ανάρμοστος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) /χοντρ(ο) * + λέγω (πρβλ. ευφυϊο λόγημα) Η λ., στον πληθ. χονδρολογήματα, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χονδρομέταξα — η, Ν χοντρό μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) /χοντρ(ο) * + μέταξα] … Dictionary of Greek
χονδρόκοκκος — και χοντρόκοκκος, η, ο, Ν αυτός που αποτελείται από χοντρούς κόκκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) / χοντρ(ο) * + κόκκος (πρβλ. σκληρό κοκκος)] … Dictionary of Greek